- υποχειρ
- ὑπόχειρ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόχειρ — ος, ὁ, ἡ, Α υποχείριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ὑπέρ χειρ] … Dictionary of Greek
ὑπόχειρ — ὑποχείριος under the hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek